- συνεπεισπίπτω
- Αεφορμώ μαζί ή συγχρόνως με κάποιον («συνεπεισπεσεῑν ἅμα τῇ φυγῇ τῶν πολεμίων εἰς τὴν πόλιν», Πλούτ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + ἐπεισπίπτω «εισβάλλω, ορμώ»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συνεπεισπεσεῖν — συνεπεισπίπτω rush in upon together aor inf act (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πίπτω — ΝΜΑ και αιολ. τ. πίσσω Α ρίχνω τον εαυτό μου κάτω, πέφτω (α. «αὐτὸν πρηνέα δὸς πεσέειν», Ομ. Ιλ. β. «βάρβαροι γυναῑκες, οὕτως ἐκπεπληγμέναι φόβῳ πρὸς πέδῳ πεπτώκατ », Ευρ). νεοελλ. (η μτχ. αρσ. πληθ. αόρ. ως ουσ.) οι πεσόντες οι νεκροί σε πεδία… … Dictionary of Greek